-
1 κλαγγαίνω
κλαγγαίνω u. κλαγγάνω, poet. = κλάζω, κλαγγαίνεις δ' ἅπερ κύων Aesch. Eum. 126; ὅπου τις ὄρνις οὐχὶ κλαγγάνει Soph. frg. 782. Vgl. ἐπανακλαγγάνω.
См. также в других словарях:
κλαγγάνω — (Α) [κλαγγή] 1. (για πτηνά) κρώζω («ὅπου τις ὄρνις οὐχί κλαγγάνει», Σοφ.) 2. πιθ. αναδίδω οξύ ήχο … Dictionary of Greek